Ήταν μαζεμένοι όλοι μια βραδιά
και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά
μες τα μάτια τους φαινόταν καθαρά
πως γι αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά.
πολεμούσαν για τη λευτεριά.
Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί
ήταν κλέφτες και αρματολοί
ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει
και το βόλι ας έπεφτε βροχή.
ήταν κλέφτες και αρματολοί
ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει
και το βόλι ας έπεφτε βροχή.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά
και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά
καθισμένοι γύρω απ’ τη φωτιά.
πολεμούσαν για τη λευτεριά
και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά
καθισμένοι γύρω απ’ τη φωτιά.
Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές
κι είχαν δυναμώσει οι φωνές
θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν
πολεμώντας και πικράθηκαν.
κι είχαν δυναμώσει οι φωνές
θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν
πολεμώντας και πικράθηκαν.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά
πολεμούσαν για τη λευτεριά
Γι αυτό πολεμήσανε και φτιάξαν παιδιά
για να ζήσουν μες τη λευτεριά.
για να ζήσουν μες τη λευτεριά.
Και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά
σαν τους πατεράδες τους κι αυτά
και πάνω σ΄ αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια
κοιμηθήκαν για παντοτινά.
σαν τους πατεράδες τους κι αυτά
και πάνω σ΄ αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια
κοιμηθήκαν για παντοτινά.